- ἐπιπληθύνω
- ἐπιπληθύνω,A increase, LXX Ge.7.17 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., [suff] ἐπιπλεκ-ύομαι, superabound,
χάριτες Demetr.Eloc.156
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χάριτες Demetr.Eloc.156
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπληθύνω — ἐπιπληθύνω (Α) 1. αυξάνω, πληθύνω («καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτὸν καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. (αμτβ.) αφθονώ, πληθαίνω, γίνομαι περισσότερος … Dictionary of Greek